Πίνδος - Η Εποποιΐα στην Αλβανία
Οι ξυλοκόποι με τα μπαλταδάκια τους έψαχναν ν' ανακαλύψουν κανένα δέντρο στην κατάξερη κορυφή που είχε φτάσει το τάγμα υστέρα από μύριους κόπους μα δεν έβρισκαν τίποτα, οι φαντάροι θα κοιμούνταν πάλι απόψε χωρίς φορτία μέσα σε τρομαχτική χιονοθύελλα. Πεινασμένοι, παγωμένοι, δε θα είχαν την παρηγοριά να θερμάνουν τα ξυλιασμένα πόδια τους, ούτε να πιουν κάτι ζεστό, έστω και σκέτο ζεστό νερό πού θ' ανακούφιζε τα πονεμένα απ' το κρύο στομάχια τους.
Ο βοριάς σφύριζε με μανία και μη βρίσκοντας τίποτα να ξεριζώση παράσερνε το χιόνι της κορυφής και το πετούσε πέρα. Το τάγμα είχε ζαρώσει στην απάνεμη πλαγιά, οι σκοποί όμως ήταν αναγκασμένοι να στέκουν φάτσα στη θύελλα, περνούσαν μαρτύρια. Αν και είχαν τυλιχτή με τις κουβέρτες και τ' αντισκηνά τους, το κρύο τους πιρούνιαζε, τους στράβωνε και δε μπορούσαν ν' ανθέξουν σ' αυτή την απάνθρωπη βαρυχειμωνιά περισσότερο από μισήν ώρα. Γι' αυτό ο ταγματάρχης είχε διατάξει ν' αγρυπνάν οι αρχιφύλακες και ν' αντικαθιστούν τους σκοπούς πριν ξεπαγιάζουν.
Οί φαντάροι είχαν πέσει ό ένας απάνω στον άλλο για να ζεσταθούν, όπως τα πρόβατα. Ένας βαθύς λάκκος οβίδας του "βαρέου" είχε γίνει πολυκατοικία με πολλά ανθρώπινα πατώματα. [...] (Απόσπασμα από το βιβλίο)
15,00 €
Διαθεσιμότητα:
Σε απόθεμα
Validate your login
Σύνδεση
Δημιουργία νέου λογαριασμού